Λύκει'

Λύκει'
Λύκεια , Λύκειον
the Lyceum
neut nom/voc/acc pl
Λύκεια , Λύκειος
of
neut nom/voc/acc pl
Λύκειε , Λύκειος
of
masc/fem voc sg
Λύκειαι , Λυκείη
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λύκει' — λύκεια , λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl λύκεια , λύκειος of neut nom/voc/acc pl λύκειε , λύκειος of masc/fem voc sg λύκειαι , λυκεία helmet of wolf skin fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”